O Αριστείδης Σεϊσανάς γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1940 ή το 1941. Από μικρός έπαιζε διάφορα μουσικά όργανα, αλλά γρήγορα κατέληξε στην κιθάρα. Σε ηλικία 11 ετών κερδίζει σε μουσικό διαγωνισμό “νέων ταλέντων” και στα 14 του παίρνει σαν πρώτο βραβείο -σε αντίστοιχο διαγωνισμό στην Αθήνα- την πρώτη του ηλεκτρική κιθάρα. Έφηβος ακόμα άρχισε να παίζει μουσική και να τραγουδά σε ταβέρνες της πρωτεύουσας, ξεχωρίζοντας για τον πρωτότυπο τρόπο με τον οποίο “μετέτρεπε την ηλεκτρική του κιθάρα σε μπουζούκι”, ενώ το 1956 εμφανίστηκε στην ταινία “Οι τρακαδόροι της Αθήνας” με πρωταγωνιστή τον Κώστα Χατζηχρήστο. Την επόμενη χρονιά κυκλοφορεί από την Odeon το πρώτο του τραγούδι, “Οκτώ χτυπάει το ρολόι”, σε μουσική του Α. Τριανταφυλλίδη και στίχους του Κ. Κοφινιώτη. Στον ίδιο δίσκο υπάρχει το τραγούδι “Το παράκανες Σωκράτη” το οποίο ερμηνεύει ο ίδιος μαζί τη Βούλα Γκίκα. Μέχρι το 1957-58 εμφανιζόταν ήδη σε πολλά κέντρα διασκέδασης μαζί με την Μπέμπα Κυριακίδου, την τελευταία (τρίτη) σύζυγο του Μανώλη Χιώτη, και με άλλους γνωστούς τραγουδιστές.
Σε ηλικία 18 ετών φεύγει για περιοδεία σε Ευρώπη και Μέση Ανατολή. Φήμες λένε πως την ίδια χρονιά, κι ενώ βρισκόταν στην Τουρκία, ερωτεύεται παράφορα μία Ισραηλινή και την ακολουθεί πίσω στην χώρα της. Η αγαπημένη του αποδεικνύεται παντρεμένη, και ο Αριστείδης βρίσκεται στο Λιμάνι της Χάιφας με δέκα δολάρια στην τσέπη, άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Αυτή είναι η μία εκδοχή. Μία άλλη εκδοχή θέλει τον Σεϊσανά να καταφεύγει στο Ισραήλ για να αποφύγει την στρατιωτική του θητεία, και μία τρίτη κάνει λόγο για κάλεσμα στην χώρα από έναν ιδιοκτήτη νυχτερινών κέντρων που αναζητούσε νέα ταλέντα. Ο Αριστείδης δεν χάνει χρόνο. Ρωτά πού μπορεί να έρθει σε επαφή με άλλους Έλληνες για να τον βοηθήσουν να βρει δουλειά, και γρήγορα καταλήγει στο νυχτερινό κέντρο “Αριάννα” (στα σύνορα Τελ Αβίβ και Γιάφας) ιδιοκτήτης του οποίου ήταν ο Shmuel Barzilay από την Θεσσαλονίκη. O ίδιος ο Αριστείδης δεν ήταν εβραϊκής καταγωγής. Στην “Αριάννα” ο Αριστείδης – που έχει ήδη αλλάξει το όνομα του σε Aris San- γίνεται γρήγορα διάσημος στην ελληνική κοινότητα τραγουδώντας εκτός από ελληνικά και στα Ισπανικά, τα Ιταλικά, τα Αγγλικά, ακόμα και στα Εβραϊκά. Μέσα σε πέντε μόλις χρόνια η δημοφιλία του Aris εκτινάσσεται στα ύψη σε ολόκληρη την χώρα. Ο κόσμος λάτρευε το παίξιμο του – “bouzouki style with electric guitar”- τη φωνή του, αλλά κυρίως την σκηνική του παρουσία, τα κομψά του ρούχα, το εντυπωσιακό του παρουσιαστικό. Ένας από τους μεγαλύτερους performer της χώρας, που όμως έμεινε σχεδόν άγνωστος στην πατρίδα του. Ήταν ο πρώτος τραγουδιστής που κατάφερε να πουλήσει πάνω από εκατό χιλιάδες αντίτυπα δίσκων στο Ισραήλ (με την μεγάλη του επιτυχία, “Bum Pam”), εμφανίστηκε σε πάμπολλες ταινίες, και θεωρείται ο άνθρωπος που σύστησε στους Ισραηλινούς το ελληνικό λαϊκό τραγούδι, μέσα από τις διασκευές όλων σχεδόν των μεγάλων ελληνικών επιτυχιών της δεκαετίας του ’60.
Ο Aris San γρήγορα μπήκε στους κύκλους των επιφανών, αναπτύσσοντας μάλιστα και στενή φιλία με τον στρατηγό Μοσέ Νταγιάν, ο οποίος μεσολάβησε ώστε να του δοθεί τελικά και η ισραηλινή υπηκοότητα. Αξιοσημείωτο, επίσης, είναι και το γεγονός ότι ένα μέρος των δικαιωμάτων των δίσκων του San πήγαινε σε μία οργάνωση για τον ισραηλινό στρατό. Ακόμα, στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ (1973) ο San γύρισε στο Ισραήλ από την Αμερική όπου είχε καταφύγει το ’69, και εμφανίστηκε μπροστά σε στρατιώτες στην πρώτη γραμμή, αλλά και στην τηλεόραση, για την αναπτέρωση του ηθικού τους. Εκτός όμως από καλλιτεχνική φύση ο San είχε και επιχειρηματικές βλέψεις. Άνοιξε το δικό του κέντρο στην Χάιφα, το “Ζορμπάς” στο οποίο τραγούδησε – αν δεν κάνω λάθος- και ο Καζαντζίδης με την Μαρινέλλα το 1963. Εκτός από τον Ζορμπά ο Aris ήταν συνιδιοκτήτης και σε τρία ακόμα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης. Σε ένα από αυτά γνωρίστηκε και με την διάσημη ισραηλινή τραγουδίστρια Aliza Azikri (πραγματικό όνομα Lucy Maloul), η οποία σύχναζε στα μαγαζιά του μαζί με τον σύζυγο και μάνατζερ της, Nissim Azikri. Οι δύο τραγουδιστές ανέπτυξαν ερωτική σχέση και τα οι “κοσμικές στήλες” της χώρας είχαν πάρει φωτιά. Ο San έγραψε για την Aliza πολλά τραγούδια που έγιναν μεγάλες επιτυχίες, και το ζευγάρι απέκτησε και μία κόρη, την Sani.
Το κλίμα όμως είχε ήδη αρχίσει να γίνεται βαρύ για τον ταλαντούχο μουσικό στο Ισραήλ. Λίγους μήνες μετά την γέννηση της κόρης του ο San έφυγε για την Αμερική, αφού προηγήθηκαν κατηγορίες από την κυβέρνηση για κατασκοπία, κατηγορίες που δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ. Τέλη της δεκαετίας του ’60 ο San εγκαταστάθηκε στην Νέα Υόρκη. Εκεί αλλάζει το όνομα του σε Άρης Σαν (το γράφει πλέον στα ελληνικά δηλαδή), και αλλάζει και εμφάνιση. Ξυρίζει το μουστάκι του και -υποτίθεται- ότι πλέον φορά περούκα. Το 1970 ή 71, στα 30 του, ανοίγει με ισραηλινή υποστήριξη το κλαμπ “Sirocco”. Ένα κέντρο με ελληνική μουσική. Το Σιρόκο είχε μεγάλη επιτυχία, και ο κόσμος έκανε ουρές για να μπορέσει να βρει ένα τραπέζι. Πολλοί σταρ του Χόλλυγουντ, όπως ο Άντονι Κουίν, ο Τέλυ Σαβάλας,και ο Χάρυ Μπελαφόντε σύχναζαν στο κέντρο του, ενώ μια εποχή τραγουδούσε εκεί και ο Στέλιος Καζαντζίδης. Φυσικά, στο Σιρόκο τραγουδούσε και ο ίδιος ο Σαν, o οποίος μάλιστα εμφανίστηκε και στο περιβόητο Carnegie Hall. Μαζί όμως με τον “καλό κόσμο” του Χόλυγουντ, στο κλαμπ άρχισε να συχνάζει και υπόκοσμος. Πιο συγκεκριμένα το κλαμπ είχε γίνει στέκι του διάσημου μαφιόζου Joseph Gallo (για τον οποίο ο Μπομπ Ντύλαν έγραψε το “Joey”), και της παρέας του. Ο San ανέπτυξε φιλίες με τον Joey, και ο τελευταίος τον μύησε και στον θαυμαστό κόσμο της κόκας. Σε μία έφοδο της αστυνομίας στο Σιρόκο βρέθηκε μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών, και ο Aris συνελήφθη. Εδώ τα πράγματα είναι λίγο μπερδεμένα: Πληροφορίες θέλουν το FBI να πιέζει τον San να καταθέσει εναντίον του Gallo, αυτός να αρνείται και να καταλήγει για δύο χρόνια στην φυλακή. Για ακόμα μία φορά ακούστηκαν κατηγορίες για κατασκοπεία, οι οποίες δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ. Από την άλλη, η δίκη του San για τα ναρκωτικά που βρέθηκαν στο κλαμπ λέγεται ότι έλαβε χώρα στα τέλη των 70s, όταν ο Gallo είχε πια πεθάνει (1973). Σε κάθε περίπτωση, ο εθισμένος πια τραγουδιστής είχε προβλήματα, και βγήκε από την φυλακή με μία εντελώς διαλυμένη ψυχολογία. Την δεκαετία του ’80 άνοιξε κι άλλες επιχειρήσεις προσπαθώντας να ορθοποδήσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Χρωστούσε ήδη πολλά χρήματα στην μαφία και δεχόταν απειλές για την ζωή του. Χωρίς να γνωρίζουμε λεπτομέρειες, ο San καταλήγει στην Βουδαπέστη πιάνοντας δουλειά στο κλαμπ “Καζαμπλάνκα” του Ισραηλινού Yossi Spielmann. Οι μπελάδες όμως τον ακολούθησαν ακόμα κι εκεί Το 1992 ή ’94 ο San δέχθηκε επίθεση από “επαγγελματίες” κακοποιούς και βρέθηκε και με τα δυο του χέρια σπασμένα. Η υγεία του κατέρρευσε και λίγες μέρες αργότερα βρέθηκε νεκρός στο νοσοκομείο υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Φημολογείται ότι άγνωστοι τον έπνιξαν με μαξιλάρι στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Με δική του απόφαση αποτεφρώθηκε και τα λείψανά του θάφτηκαν στο νεκροταφείο Flushing, στη Νέα Υόρκη. Ήταν μόλις 52 ετών.
Πηγή: Lifo.gr